- επταδραχμος
- ἑπτάδραχμοςἑπτά-δρᾰχμος2стоимостью в семь драхм, семидрахмовый Theocr.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επτάδραχμος — η, ο (Α ἑπτάδραχμος, ον) αξίας επτά δραχμών … Dictionary of Greek
ἑπταδράχμως — ἑπτάδραχμος worth seven drachmae adverbial ἑπτάδραχμος worth seven drachmae masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ … Dictionary of Greek